καθαρογράφω

καθαρογράφω
(ε) μετ.
1) писать чисто, чётко; 2) .переписывать начисто

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καθαρογράφω" в других словарях:

  • καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, καθαρογράφησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: καθαρογραφώ, καθαρογραφούμαι : οι αρχικοί αυτοί τύποι τείνουν να εκλείψουν και να αντικατασταθούν από τους νεότερους καθαρογράφω, ομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθαρογράφω — καθαρογράφω, καθαρόγραψα βλ. πίν. 13 και πρβλ. καθαρογραφώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • καθαρογράφω — αντιγράφω σε καθαρό χαρτί σχέδιο εγγράφου που έχω γράψει σε πρόχειρο …   Dictionary of Greek

  • καθαρογραφώ — καθαρογράφησα, γράφω καθαρά και ευανάγνωστα: Δεν έχω κανέναν άνθρωπο να μου καθαρογραφήσει το κείμενο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρογραφούμαι — καθαρογραφούμαι, καθαρογραφήθηκα, καθαρογραφημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: καθαρογραφώ, καθαρογραφούμαι : οι αρχικοί αυτοί τύποι τείνουν να εκλείψουν και να αντικατασταθούν από τους νεότερους καθαρογράφω, ομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

  • καθαρογράφηση — η 1. ευανάγνωστη σύνταξη εγγράφου χωρίς διαγραφές και προσθήκες 2. αντιγραφή εγγράφου από το πρόχειρο πρωτότυπο σε καθαρό χαρτί, χωρίς λάθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»